- ῥητόρευε
- ῥητορεύωto be a public speakerpres imperat act 2nd sgῥητορεύωto be a public speakerimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρητορεύω — εψα, αγορεύω: Ρητόρευε μιαν ώρα· ουσ. ρητορεία, η η ενέργεια του ρητορεύω και η ρητορική τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)